- αλίβαπτος
- ἁλίβαπτος, -ον (Α)1. αυτός που βυθίστηκε ή πνίγηκε στη θάλασσα2. που έχει το χρώμα τής θαλασσινής πορφύρας, πορφυρός, κόκκινος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι-* (< ἅλς) + βαπτὸς < βάπτω «βυθίζω, βουτώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἁλιβάπτοις — ἁλίβαπτος dipped in sea masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλιβαφής — ἁλιβαφής, ὲς (Α) ο ἁλίβαπτος* … Dictionary of Greek